
ΚΟΣΜΟΣ / Σάββατο 20 Σεπτεμβρίου 2025, 19:00 / Συν 1
Είναι σύγκρουση αφηγήσεων, νομιμοτήτων και γεωπολιτικής ταυτότητας — με επίκεντρο την Ιερουσαλήμ, την πιο φορτισμένη πόλη της Μέσης Ανατολής.
Από ιστορικής άποψης: Παρέχει αρχαιολογική επιβεβαίωση της εβραϊκής παρουσίας στην Ιερουσαλήμ κατά την προ-βαβυλωνιακή περίοδο.
Επιβεβαιώνει αποσπάσματα της Βίβλου (Β’ Χρονικών 32:30).
Συνδέεται με τη λεγόμενη «Πόλη του Δαβίδ», τον ιστορικό πυρήνα της αρχαίας Ιερουσαλήμ.
Η απάντηση Εrdogan ήταν εξίσου φορτισμένη: «Η Τουρκία υπηρέτησε την Ιερουσαλήμ για 400 χρόνια. Με σοφία και ανεκτικότητα, την κάναμε γη ειρήνης. Δεν θα σας την παραδώσουμε.»
Ο πυρήνας της διαμάχης δεν είναι απλώς η επιστροφή ενός αρχαίου τεχνουργήματος.
Είναι η προσπάθεια του Ισραήλ να θεμελιώσει, μέσω της αρχαιολογίας, το αφήγημα της «αδιαίρετης και αιώνιας Ιερουσαλήμ» υπό εβραϊκό έλεγχο.
Η Τουρκία και ο οθωμανικός παρεμβατισμός
Η Τουρκία διεκδικεί ρόλο «κηδεμόνα» των ισλαμικών ιερών τόπων στην Ιερουσαλήμ, με βάση την Οθωμανική κληρονομιά.
Ο Erdogan έχει επανειλημμένα δηλώσει ότι:
• Το Οθωμανικό παρελθόν της Ιερουσαλήμ δικαιολογεί τουρκική συμμετοχή στις διεθνείς αποφάσεις για το μέλλον της πόλης.
• Η Τουρκία δεν αναγνωρίζει το Ισραήλ ως αποκλειστικό νόμιμο διαχειριστή των ιστορικών και θρησκευτικών τόπων.
Η άρνηση επιστροφής της επιγραφής συνιστά πολιτική στάση μη αναγνώρισης της Ιερουσαλήμ ως «αδιαμφισβήτητης πρωτεύουσας του Ισραήλ», όπως το Ισραήλ επιθυμεί να παρουσιάσει.
Ιστορική παρουσία και νομική κυριαρχία
Η τουρκική πλευρά αντιτείνει πως η επιγραφή, αν και σημαντική, δεν παρέχει νομική νομιμοποίηση για τις ισραηλινές αξιώσεις.
Ο Τούρκος καθηγητής διεθνούς δικαίου Enver Bozkurt δήλωσε: «Η παρουσία ενός πολιτισμού σε έναν τόπο δεν θεμελιώνει δικαιώματα κυριαρχίας στο διηνεκές.
Αν ίσχυε αυτό, οι Ρωμαίοι θα διεκδικούσαν τη Μεσόγειο σήμερα.»
Επιπλέον, Τούρκοι ιστορικοί τονίζουν ότι: Η σύνδεση αρχαιολογικών ευρημάτων με σύγχρονη πολιτική κυριαρχία είναι επιστημονικά αυθαίρετη.
Η ερμηνεία και η χρονολόγηση της επιγραφής παραμένει αντικείμενο συζήτησης στην ακαδημαϊκή κοινότητα.
Η επιγραφή ανακαλύφθηκε το 1880 – την ίδια περίοδο που το σιωνιστικό κίνημα άρχιζε να ενδυναμώνεται.
Η χρήση της ως «ιστορική απόδειξη» της εβραϊκής παρουσίας υπηρετούσε την ιδεολογική ανάγκη του εβραϊκού εθνικισμού να ριζώσει ιστορικά στο χώρο της Παλαιστίνης.
Μέχρι σήμερα, η ύπαρξή της: Υποστηρίζει το ισραηλινό αφήγημα περί αιώνιας εβραϊκής παρουσίας ενώ ενισχύει την απόρριψη του μοντέλου «δύο κρατών», εφόσον το Ισραήλ θεωρεί την Ιερουσαλήμ αποκλειστικά δική του.
Για την Τουρκία (και τον μουσουλμανικό κόσμο γενικότερα), το επιχείρημα αυτό ανοίγει επικίνδυνες πύλες «ιστορικού αναθεωρητισμού» που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν μελλοντικά άλλες αποικιακές διεκδικήσεις.
Τι διακυβεύεται: Πολιτική κυριαρχία μέσω πολιτιστικής κληρονομιάς
Ο συμβολισμός της επιγραφής του Σιλωάμ είναι τεράστιος:
• Για το Ισραήλ: Απόδειξη εβραϊκής αρχαιότητας και επιχειρησιακή υποστήριξη της εδαφικής του διεκδίκησης στην Ιερουσαλήμ.
• Για την Τουρκία: Σταθερότητα και διατήρηση πολιτικής επιρροής στο μουσουλμανικό αφήγημα για τα Ιεροσόλυμα.
• Για την Παλαιστίνη: Ακόμα ένα επεισόδιο της διεθνούς προσπάθειας εδραίωσης ισραηλινής μονοκρατορίας στην πόλη.
Ιστορία, ιδεολογία και παγκόσμια διπλωματία
Η μάχη για την επιγραφή του Σιλωάμ δείχνει ότι η Ιστορία δεν είναι παρελθόν – είναι εργαλείο εξουσίας στο παρόν.
Η αρχαιολογία, όταν χρησιμοποιείται με ιδεολογικό τρόπο, καταλήγει να κατασκευάζει «συγκεκριμένες αφηγήσεις» που εξυπηρετούν γεωπολιτικούς στόχους.
Καθώς η Μέση Ανατολή βυθίζεται ξανά στην αβεβαιότητα, τέτοιες «πολιτιστικές συγκρούσεις» ενδέχεται να είναι προάγγελοι πιο απτών συγκρούσεων — στρατιωτικών, διπλωματικών ή θεσμικών.
Για την ώρα, η επιγραφή παραμένει στην Κωνσταντινούπολη, μακριά από τη δημόσια θέα. Και μαζί της, παραμένει κλειδωμένο και ένα μεγάλο ερώτημα:
Σε ποιον ανήκει η Ιερουσαλήμ; Η απάντηση δεν βρίσκεται μόνο σε μια πέτρα.
Βρίσκεται στο αν οι λαοί της περιοχής θα επιλέξουν το παρελθόν ως αιτία πολέμου — ή ως μάθημα συνύπαρξης.