
 ΕΛΛΑΔΑ / Σάββατο 4 Οκτωβρίου 2025, 09:00 / Συν 1
ΕΛΛΑΔΑ / Σάββατο 4 Οκτωβρίου 2025, 09:00 / Συν 1
Η Ελλάδα βυθίζεται σε μια διαρκή δημογραφική κρίση, με τις γεννήσεις να μειώνονται και τους θανάτους να υπερτερούν δραματικά.
Τα νέα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής για το 2024 αποτυπώνουν με σαφήνεια την αρνητική φυσική μεταβολή του πληθυσμού, δείχνοντας ότι οι ελαφρύνσεις φόρων που προανήγγειλε η κυβέρνηση για το 2026, όσο σημαντικές κι αν είναι για το εισόδημα των νοικοκυριών, δεν αρκούν για να ανατρέψουν τη βαθιά αυτή τάση.
Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, οι γεννήσεις το 2024 μειώθηκαν στις 68.467, σημειώνοντας πτώση 4,2% σε σχέση με το 2023, όταν είχαν φτάσει τις 71.455. Την ίδια χρονιά οι θάνατοι ήταν σχεδόν διπλάσιοι, 126.916, με αποτέλεσμα η φυσική μείωση του πληθυσμού να διαμορφωθεί στις – 58.449.
Με άλλα λόγια, κάθε χρόνο η Ελλάδα χάνει έναν πληθυσμό σχεδόν ίσο με εκείνον μιας μεσαίας πόλης όπως η Καβάλα ή το Ρέθυμνο. Η τάση αυτή δεν είναι συγκυριακή αλλά διαρκής: από το 2010 και μετά, οι θάνατοι υπερβαίνουν σταθερά τις γεννήσεις, με ολοένα και αυξανόμενο χάσμα.
Η εικόνα γίνεται ακόμη πιο ανησυχητική αν δούμε την ηλικιακή κατανομή των μητέρων. Το 2024, οι γεννήσεις συγκεντρώθηκαν κυρίως στις ηλικίες 30-34 (22.880 παιδιά) και 35-39 (17.662), ενώ κάτω από 25 ετών καταγράφηκαν μόλις 7.113 γεννήσεις.
Δηλαδή, η μητρότητα μετατίθεται όλο και πιο αργά, γεγονός που περιορίζει τον συνολικό αριθμό παιδιών που μπορεί να αποκτήσει μια γυναίκα στη διάρκεια της ζωής της. Παράλληλα, σχεδόν το 90% των γεννήσεων γίνεται εντός γάμου ή συμφώνου συμβίωσης, δείγμα ότι οι κοινωνικές αλλαγές δεν αντισταθμίζουν τη χαμηλή γεννητικότητα.
Απέναντι σε αυτή την πραγματικότητα, τα φορολογικά μέτρα που παρουσίασε η κυβέρνηση για το 2026 μοιάζουν να δίνουν μεν μια ανάσα σε συγκεκριμένες ομάδες, αλλά δύσκολα θα φέρουν δημογραφική ανάκαμψη. Η αναμόρφωση της κλίμακας εισοδήματος, οι μειώσεις φόρου για οικογένειες με παιδιά και τα πρόσθετα κίνητρα για νέους έως 30 ετών αποτελούν βήματα που αυξάνουν το διαθέσιμο εισόδημα περίπου 4 εκατομμυρίων φορολογουμένων.
Όμως, ακόμη κι αν ανακουφίζουν, δεν αναιρούν τις βαθύτερες αιτίες της υπογεννητικότητας: την εργασιακή ανασφάλεια, το υψηλό κόστος στέγασης, τις ανεπαρκείς δομές φροντίδας παιδιών και την αβεβαιότητα για το μέλλον.
Είναι χαρακτηριστικό ότι το μεγαλύτερο μέρος των φορολογικών ωφελημάτων αφορούν εισοδήματα από 10.000 έως 30.000 ευρώ, με επιπλέον μειώσεις για κάθε παιδί. Ωστόσο, η ΕΛΣΤΑΤ δείχνει ότι η πλειοψηφία των νέων γονέων βρίσκεται σε ηλικίες που ήδη δυσκολεύονται να αποκτήσουν δεύτερο ή τρίτο παιδί.
Το 2024 μόλις 1.361 γεννήσεις προήλθαν από μητέρες με τέσσερα ή περισσότερα παιδιά, ενώ τα περισσότερα ζευγάρια περιορίζονται σε ένα ή δύο τέκνα. Ακόμη και οι γενναίες φοροαπαλλαγές για πολύτεκνους, επομένως, αφορούν σε μια μικρή μειοψηφία.
Την ίδια στιγμή, οι κοινωνικές μεταβολές – όπως η αύξηση των διαζυγίων – εντείνουν την αστάθεια. Το 2024 καταγράφηκαν 15.532 διαζύγια, αυξημένα κατά 2,8% σε σχέση με το 2023, ενώ η αναλογία διαζυγίων ανά 100 γάμους εκτινάχθηκε στο 42,4%, από 37,5% το προηγούμενο έτος. Αυτό σημαίνει ότι σχεδόν ένας στους δύο γάμους οδηγείται σε διάλυση.
Το ερώτημα, λοιπόν, είναι αν μπορεί η φορολογική πολιτική να αναστρέψει μια τόσο παγιωμένη δημογραφική κρίση. Η απάντηση είναι όχι. Η διεθνής εμπειρία δείχνει ότι τα φορολογικά και εισοδηματικά κίνητρα έχουν περιορισμένη αποτελεσματικότητα όταν δεν συνοδεύονται από συνολικές πολιτικές στήριξης των νέων ζευγαριών.
Χρειάζονται επενδύσεις σε βρεφονηπιακούς σταθμούς, σχολεία, συστήματα υγείας και στέγασης, ώστε να μειωθεί το κόστος ανατροφής παιδιών. Διαφορετικά, τα μέτρα καταλήγουν να έχουν κυρίως αναδιανεμητικό χαρακτήρα χωρίς ουσιαστικό αντίκτυπο στις γεννήσεις.
Η σκληρή αλήθεια είναι ότι τα νούμερα της ΕΛΣΤΑΤ αποτυπώνουν ένα χάσμα που δεν γεφυρώνεται εύκολα. Η Ελλάδα βυθίζεται σε μια κρίση που δεν απειλεί μόνο τον κοινωνικό ιστό, αλλά και τα μελλοντικά φορολογικά έσοδα: 58.449 περισσότεροι θάνατοι από γεννήσεις μέσα σε μόλις έναν χρόνο σημαίνουν λιγότερους ενεργούς πολίτες αύριο, μικρότερη φορολογική βάση και μεγαλύτερη πίεση στο ασφαλιστικό σύστημα.
Ακόμη κι αν οι γεννήσεις αυξάνονταν κατά 10.000 ετησίως, θα χρειαζόταν πάνω από μια δεκαετία για να ισοσκελιστεί η φυσική μείωση του πληθυσμού, αφήνοντας εν τω μεταξύ τα δημόσια οικονομικά στον αέρα.
Όλα τα παραπάνω στοιχεία συγκλίνουν στο ότι η δεκαετία των Μνημονίων δεν έπληξε μόνο τα εισοδήματα και την ανάπτυξη, αλλά άφησε βαθύ και διαρκές αποτύπωμα στην ίδια τη δημογραφική φυσιογνωμία της χώρας.
Η μαζική μετανάστευση νέων, η εργασιακή ανασφάλεια, η συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους και το υψηλό κόστος ζωής δημιούργησαν ένα εκρηκτικό μείγμα που συνεχίζει να παράγει αρνητικούς δείκτες ακόμη και σήμερα. Η συνέπεια είναι διπλή: από τη μία, η κοινωνία συρρικνώνεται και γερνά, από την άλλη, τα μελλοντικά φορολογικά έσοδα υπονομεύονται, καθώς η φορολογική βάση στενεύει και το βάρος μετακυλίεται σε ολοένα λιγότερους ενεργούς πολίτες.
Πηγή: dnews.gr



