«Ρόουζ Εναντίον Ρόουζ» του Τζέι Ρόουτς: Σιγά τον πολυέλαιο

ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ / Τετάρτη 3 Σεπτεμβρίου 2025, 18:00 / Συν 1
Η εποχή της ευσέβειας.
Τις ίδιες μέρες που η «Βουγονία» του Γιώργου Λάνθιμου προβλήθηκε στο Φεστιβάλ της Βενετίας (και οι μεν λάτρεις της στατιστικής περιμένουν να δουν αν και με ποια βραβεία θα φύγει από το φεστιβάλ, οι υπόλοιποι περιμένουμε ανυπόμονα να δούμε την ταινία στην Ελλάδα αρχές Νοέμβρη), προβάλλεται στα σινεμά το «Ρόουζ Εναντίον Ρόουζ». Ποια η σύνδεση; Το σενάριο του ανήκει στον Τόνι ΜακΝαμάρα, η σεναριακή συνεργασία του οποίου με τον Λάνθιμο σηματοδότησε ένα επόμενο βήμα στην καριέρα του, που έμοιαζε ως τότε εντελώς συνδεδεμένη με τη ματιά του Ευθύμη Φιλίππου, δίνοντάς μας τους θριάμβους της «Ευνοούμενης» και του “Poor Things”..
Αρκετά όμως με τον Λάνθιμο, τον οποίο αναφέραμε για να πούμε ότι στα χαρτιά το «Ρόουζ Εναντίον Ρόουζ» σε προδιαθέτει για κάτι πολύ δυνατό: ο συνδυασμός του ΜακΝαμάρα στο σενάριο (και με τρέιλερ μάλιστα που συμπεριλαμβάνει μερικές φαρμακερές ατάκες), με ένα υλικό που μας έχει ήδη δώσει τον εμβληματικό «Πόλεμο των Ρόουζ» το 1989. Η τότε ταινία του Ντάνι ΝτεΒίτο βασιζόταν στο ομώνυμο βιβλίο του 1981 του Γουόρεν Άντλερ. Η τωρινή δεν είναι ριμέικ, καθώς ο ΜακΝαμάρα κρατά ελάχιστα πράγματα πλην της κεντρικής ιδέας, ξαναστήνοντας το παιχνίδι από την αρχή. Επιπρόσθετα, εντελώς θετικά εννοείται ότι σε προδιαθέτει και το πρωταγωνιστικό δίδυμο του Μπένεντικτ Κάμπερμπατς και της Όλιβια Κόλμαν (ακόμη ένα λανθιμικό πρόσωπο) – βάλε και εντελώς ευπρόσδεκτα δίπλα τους την Κέιτ ΜακΚίνον, την Άλισον Τζάνεϊ και τον Άντι Σάμπεργκ, οπότε προετοιμάζεσαι για τα καλύτερα.
Στον «Πόλεμο των Ρόουζ» ο Μάικλ Ντάγκλας και η Κάθλιν Τέρνερ είχαν μπει τελείως στο πετσί ενός ζευγαριού αρχικά αγαπημένου, το οποίο όμως μετά από πολλά χρόνια γάμου καταλήγει να μισιέται και με αφορμή το ποιος θα πάρει το πολυτελέστατο σπίτι που μένουν να οδηγείται κλιμακούμενα σε ένα αλησμόνητα καταστροφικό διαζύγιο. Ο Μπένεντικτ Κάμπερμπατς και η Ολίβια Κόλμαν είναι κατά πάσα πιθανότητα καλύτεροι γενικά ως ηθοποιοί, εδώ δείχνουν για μια ακόμη φορά τη στόφα τους ως ερμηνευτές, αλλά αν είναι να συγκρίνουμε ερμηνείες των δύο ταινιών, τότε Ντάγκλας και Τέρνερ με κλειστά μάτια. Γιατί; Ίσως επειδή στον «Πόλεμο των Ρόουζ» υπήρχε πετσί στο οποίο μπορούσες να μπεις και στο οποίο όλοι οι συντελεστές, από το σενάριο ως τη σκηνοθεσία και τις ερμηνείες, είχαν μπει άφοβα και ασυμβίβαστα, ενώ το «Ρόουζ Εναντίον Ρόουζ» φοβάται να σε ενοχλήσει, δεν θέλει να σε ενοχλήσει, ό,τι κι αν παριστάνει προτιμά να περάσει από πάνω σου ανώδυνα, επιδερμικά και διασκεδαστικά, και όχι ξεβολευτικά.
Δεν θα φτάσω να χρεώσω τα πάντα στη σκηνοθεσία, δεν θα πω ότι στα χέρια κάποιου άλλου σκηνοθέτη θα είχαμε μια σημαντική ταινία (πιθανόν και όχι), θα πω όμως ότι κακοπέφτει, υποφέρει και αδικείται στα χέρια του εξηνταοκτάχρονου Τζέι Ρόουτς (σκηνοθέτη που έχει πίσω του μια καριέρα κυρίως κλασικών και όχι μαύρων κωμωδιών, από τα “Austin Powers” ως τα “Meet the Parents”, με κάποια διαλείμματα στο δράμα όπως το “Trumbo” και το “Βοmbshell”). Το «Ρόουζ Εναντίον Ρόουζ» είναι κακοσκηνοθετημένο, κακομονταρισμένο, του λείπει η ψυχή, ο ρυθμός, η ένταση, διέπεται από πλαδαρότητα και ανιωθιά. Ο Ρόουτς δεν συνδέθηκε ποτέ στα αλήθεια με την ιστορία που του δόθηκε να αφηγηθεί, με αποτέλεσμα να μας παραδώσει μια ταινία χωρίς δόντια, κι ίσως ούτε καν μια ταινία που γαβγίζει χωρίς να δαγκώνει, αλλά που γαβγίζει και είναι σαν να σου λέει, έλα μην ανησυχείς, για αστείο το κάνω. Το βιτριόλι του «Πολέμου των Ρόουζ» ο θεατής δεν το νιώθει ποτέ στη γλώσσα του, ό,τι κι αν λέει με λόγια η ταινία.
Από εκεί και πέρα, ας παραδεχτούμε ότι είναι σε ένα βαθμό και ζήτημα διαφορετικών εποχών. Σε ένα από τα ελάχιστα κοινά στοιχεία των δύο ταινιών, στην αρχή του «Πολέμου των Ρόουζ» ο άντρας θα πει στη γυναίκα να μην μπουκώνει συνέχεια τα μικρά παιδιά με γλυκά και ζάχαρη κι εκείνη του απαντάει ότι αντίθετα πάει, ότι η στέρηση δημιουργεί απωθημένα, ότι έτσι θα μάθουν να αυτοσυγκρατούνται κλπ. Λίγα χρόνια αργότερα θα δούμε να εμφανίζονται μπροστά μας (και μπροστά στους καλεσμένους ενός οικογενειακού τραπεζιού) τα δύο παιδιά, τα οποία είναι φουλ παχύσαρκα. Σήμερα κάτι τέτοιο θα θεωρούνταν στην καλύτερη εξαιρετικά χαμηλού γούστου, στη χειρότερη χονδροφοβικό, στοχοποιητικό των συγκεκριμένων παιδιών, αναίσθητο, σκανδαλώδες.
Σε μια άλλη σκηνή (και μάλιστα ενώ το ζευγάρι δεν έχει αρχίσει ακόμα να τσακώνεται εντελώς, οπότε δεν συμβαίνει καν εκδικητικά), ο Μάικλ Ντάγκλας εκσφενδονίζει τη γάτα της οικογένειας (και της γυναίκας του βασικά) από την καρέκλα που καθόταν. Δεν είναι εφέ, εκσφενδονίζει μια αληθινή γάτα. Μπορείς να είσαι τόσο ασεβής σήμερα, σε μια εποχή αυξημένης ευαισθησίας για το τι κάνει να λέγεται και να δείχνεται και τι όχι, για το ποιος, πού και πότε πληγώνεται και τι πρότυπα αναπαράγονται; Δύσκολο. Θα πει κανείς εδώ, ακόμα αυτό το τροπάρι συνεχίζεις; Ζούμε σε εποχές Τραμπ πια, ακόμα αυτά σε ενοχλούν; Ίσως ναι, ίσως είναι διαφορετικό πράγμα η ασέβεια και ο ευσεβισμός από τη γεωπολιτική και οικονομική βαρβαρότητα. Ή ακόμα κι αν κάνω λάθος και όντως συνδέονται, πάλι καταλήγουμε στο ότι με ένα σωρό πράγματα που μπορούσες να γελάσεις παλιά πια δεν μπορείς. Κι ίσως όταν γενικά δεν κάνει να γίνεσαι προσβλητικός, είναι και δύσκολο να κάνεις μια μαύρη κωμωδία, είναι και δύσκολο να γίνεις κακός και να δείξεις ανθρώπους να φέρονται χάλια ο ένας στον άλλο σε επίπεδο ανθρώπινων σχέσεων. Γιατί τάξη εναντίον τάξης και λαός εναντίον λαού μπορούν να φέρονται όσο ισοπεδωτικά θέλει. Εκεί οι προσβολές και οι ευαισθησίες περνάνε σε δεύτερη μοίρα, εκεί παίζουν τα μεγάλα παιδιά και τα μικρά πρέπει να κάθονται ήσυχα.

Οι τίτλοι αρχής της ταινίας είναι πολύ χαριτωμένοι, από την άλλη στους τίτλους αρχής του «Πολέμου των Ρόουζ» έβλεπες τις δίπλες ενός κατάλευκου υφάσματος που θα μπορούσε να είναι σεντόνι, μέχρι που κατέληγαν στο μαντήλι με το οποίο ο Ντάνι ΝτεΒίτο φυσούσε δυνατά τη μύτη του. Συνεχίζουμε με διάφορα σκόρπια άλλα αρνητικά του «Ρόουζ Εναντίον Ρόουζ»: Όσο κι αν έχουμε συνηθίσει τις γκρίζες διαφημίσεις, υπάρχει ένα όριο που αν ξεπεραστεί σε κάνει να τσινάς ως θεατής: θα ακούσουμε τόσες φορές να διαφημίζεται το Negroni που δεν είναι πια ζήτημα θεωρητικής εναντίωσης στην τόση διαφήμιση, είναι και ότι σου χαλάει την ψευδαίσθηση πως παρακολουθείς μια αληθινή ιστορία και αρχίζεις να νομίζεις ότι οι ήρωες βρίσκονται στο “Truman Show” // Έχοντας συνηθίσει ως εθιστεί πια ως θεατές σε σκηνές που στις κουζίνες εστιατορίων επικρατεί η φουλ ένταση, ώστε η κουζίνα στην οποία δουλεύει η Κόλμαν στην αρχική σκηνή γνωριμίας σε κάνει να λες πόσο ψεύτικο είναι όλο αυτό θεέ μου; // Στη συνάντηση δικηγόρων – ζευγαριού για το διαζύγιο, υπάρχει ένα σκυλί (απόηχος ίσως του σκυλιού που είχε σε μια παλιά συνάντηση ο Πούτιν για να φοβίσει τη Μέρκελ), αλλά ούτε αυτό δεν μπαίνει στον κόπο ο Ρόουτς να το παρουσιάσει κάπως φοβιστικά μπας και ξυπνήσουμε λίγο // Ίσως ο ΜακΝαμάρα στον αντίποδα των παχύσαρκων παιδιών του «Πολέμου των Ρόουζ» να προσπάθησε να πει κάτι με τα παιδιά που εκπαιδεύονται από τον πατέρα τους για να γίνουν μανιακά με την γυμναστική, ωστόσο στην απεικόνισή τους χάνεται κάθε τι αληθινό κι είναι σαν μια κακιά παρωδία Γουες Άντερσον. // Ο Άντι Σάνμπεργκ και η Κέιτ ΜακΚίνον είναι μια καλή ιδέα ως φιλικό ζευγάρι που προσφέρει κωμικές νότες, αλλά ο μεν Σάμπεργκ δεν έχει ρόλο να το υποστηρίξει, ενώ η φάση με την ΜακΚίνον υπόσχεται από το τρέιλερ κάτι πολύ πιο απολαυστικό και αναιδές, και αντ’ αυτού καταλήγουμε από την πίσω πόρτα να βγάζει ένα λογύδριο ηθικοπλαστικό, έστω και στο υβρίδιο της μη μονογαμίας. Κι είναι η φάση του χαρακτήρα της αντιπροσωπευτική όλης της ταινίας: αντί για κάτι ασεβές και εντός εισαγωγικών ανήθικο, κάτι φουλ σεβαστικό και διδακτικό.

Εν πάση περιπτώσει ας πιστώσουμε στο σενάριο του ΜακΝαμάρα ότι ψάχνει μια άλλου τύπου δυναμική στη σχέση, που δεν υπήρχε στην πρώτη ταινία. Ας του το πιστώσουμε αλλά ταυτόχρονα και ας του χρεώσουμε. Γιατί τελικά κάποια στιγμή στη ζωή της γυρνάνε τα άντερα της Κάθλιν Τέρνερ και δεν την παλεύει άλλο με τον άντρα της. Δεν αντέχει το πόσο ψεύτικα γελάει με τα αφεντικά του, δεν θέλει να πάει να τον επισκεφτεί στο νοσοκομείο, απλά δεν μπορεί άλλο. Εδώ όμως τα πράγματα είναι πολύ πιο ψυχαναλυμένα, πολύ πιο εξηγήσιμα, πολύ πιο τελικά γλυκερά και καθησυχαστικά. Το ζευγάρι επισκέπτεται τη σύμβουλο γάμου. Τους έχει βάλει να γράψουν δέκα πράγματα που αγαπούν ο ένας στον άλλο. «Προτιμώ να ζω μαζί της παρά με έναν λύκο», λέει αυτός για εκείνη. «Έχει χέρια», λέει εκείνη για αυτόν.
Η σύμβουλος φρικαρισμένη τους λέει ότι αυτή η στάση και των δυο τους, το ότι κοροϊδεύουν αντί να ανοιχτούν, φανερώνει αρνητικότητα, αμυντική στάση, αυταρέσκεια, αδυναμία να ζητήσουν συγγνώμη και να παραδεχτούν τα λάθη τους. Ωραία αυτά τα ψυχοθεραπευτικά, αλλά είχαμε ψηθεί για βιτριολικά. Κι αν βγαίνοντας από τη σύμβουλο σε μια στιγμή συνενοχής γελάνε από κοινού εναντίον της, η ταινία διστάζει να γελάσει εντελώς και πραγματικά στα μούτρα τέτοιων αναλύσεων, αφού τελικά συμφωνεί μαζί της, συμφωνεί πως δεν σου γυρνάνε ποτέ τα άντερα με τον άνθρωπό σου, όλα έχουν την αναγωγή τους σε πληγές που δημιουργεί η ανάγκη μας να μας αγαπάνε και να μας προσέχουν.
Ένας άντρας που τρώει ένα μεγάλο χαστούκι, από εκεί που νόμιζε ότι έχει όλο τον κόσμο δικό του, βλέπει τον κόσμο του και την αυτοεικόνα του να καταρρέουν. Ταυτόχρονα η γυναίκα του αρχίζει να σκίζει επαγγελματικά. Οι ρόλοι πρέπει να αλλάξουν.
Αυτός τώρα σπίτι να μεγαλώσει τα παιδιά. Και κάπου εκεί ο ΜακΝαμάρα βάζει στο στόμα του Κάμπερμπατς ένα ημιπαραληρηματικό λογύδριο, στο οποίο υπάρχει η αμφισημία, η ειρωνεία και η ανατρεπτικότητα που κατοικούν στην «Ευνοούμενη» και το “Poor Things”, υπάρχει το περιθώριο για μια ανατρεπτικότητα της σημερινής εποχής και όχι του 1989, από την άλλη υπάρχει εδώ κι ένας σκηνοθέτης που δεν τον αφορά αυτό που σκηνοθετεί, που σκηνοθετεί και το συγκεκριμένο παραλήρημα με τον πιο αδιάφορο δυνατό τρόπο:
«Eξυπηρετώ ανθρώπους. Είμαι στην υπηρεσία άλλων ανθρώπων. Υπάρχει χαρά σε κάτι τέτοιο; Οι απαιτήσεις που είχα ως τώρα από τον εαυτό μου. Αυτή η ακόρεστη ανάγκη να είμαι ναρκισσιστικά στο επίκεντρο του κόσμου, όλη αυτή η κωμικότητα του “Εγώ – εγώ – εγώ“, του φτιάχνω την καριέρα μου, του καλλιεργώ την ιδιοφυία μου, του πόσο αξία έχω.
Τι φτήνια, ένας τυφλός γίγαντας που χορεύει, που μας έφερε την κλιματική κρίση, κατέστρεψε τον πλανήτη, έφερε παντού ανισότητες, αυτή η διαρκής ανάγκη για ανάπτυξη, αυτή η τοξική αρρενωπότητα, οι γεμάτες τεστοστερόνη φιλοδοξίες που γίνονται δηλητήριο το οποίο χύνεται στα μούτρα της ανθρωπότητας. Όχι, πρέπει να γίνω μέρος της αλλαγής». Πάνω εδώ θα μπορούσε να είχε χτιστεί μια άλλη ταινία, αλλά για να είμαστε δίκαιοι κάτι τέτοιο θα απαιτούσε και σεναριακά μια διαφορετική συνολική αντιμετώπιση.
Η αδυναμία ενός πεσμένου άντρα να σηκωθεί ξανά, η ανταλλαγή των ματαιώσεων και εκείνου και εκείνης, η αδυναμία ενός σκηνοθέτη να σηκώσει το υλικό του στο ύψος που θα μπορούσε να φτάσει, έστω κι αν ήταν ένα ύψος πιο συμβατικό, οι ματαιώσεις μας ως θεατές με αυξημένες προσδοκίες. Ακόμα και ο τρόπος που δείχνεται -ή για την ακρίβεια δεν δείχνεται- η τελική σκηνή είναι ενδεικτική του συνολικού ξεδοντιάσματος. «Ο Πόλεμος των Ρόουζ» κοιτά από το 1989 το «Ρόουζ Εναντίον Ρόουζ» του 2025 και δικαιούται να του πει: Αυτό δηλαδή ήταν; Σιγά τον πολυέλαιο.
Πηγή: elculture.gr