Μύκητας «δολοφόνος» απειλεί τα Νοσοκομεία

ΕΛΛΑΔΑ / Πέμπτη 11 Σεπτεμβρίου 2025, 18:30 / Συν 1
Έρευνα του ECDC αποκαλύπτει ότι η χώρα μας συγκαταλέγεται στην πεντάδα με τα περισσότερα κρούσματα στην ΕΕ – Τι λένε στη «Ζούγκλα» ο πρόεδρος του ΕΟΔΥ, Χριστάκης Χατζηχριστοδούλου και ο Διευθυντής Παθολογίας του Ιατρικού Κέντρου Αθηνών, Σωτήρης Αδαμίδης.
Συναγερμό στα συστήματα υγείας της Ευρώπης αλλά και της χώρας μας, έχει σημάνει το Ευρωπαϊκό Κέντρο Πρόληψης και Ελέγχου Νοσημάτων (ECDC), για τη ραγδαία εξάπλωση στα Νοσοκομεία του θανατηφόρου μύκητα Candidozyma auris, προειδοποιώντας ότι αποτελεί σοβαρή απειλή για τους ασθενείς.
Σύμφωνα με το ECDC, o μύκητας Candidozyma auris (C. auris, πρώην Candida auris) αποτελεί κίνδυνο για τους ασθενείς στα Νοσοκομεία όλης της Ευρώπης, λόγω της ικανότητάς του να προκαλεί σοβαρές λοιμώξεις σε ασθενείς σε κρίσιμη κατάσταση και της πιθανής ανθεκτικότητάς του σε διάφορα αντιμυκητιασικά φάρμακα, γεγονός που καθιστά δύσκολη τη θεραπεία των λοιμώξεων, και της τάσης του για μετάδοση και εξάρσεις σε περιβάλλοντα υγειονομικής περίθαλψης.
Όπως αναφέρει ο ECDC, o μύκητας C. auris είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος για άτομα που είναι ήδη άρρωστα, ενώ τα ποσοστά θνησιμότητας κυμαίνονται από 29% έως 62%.
Τι αποκαλύπτει η έρευνα
Όπως αποκαλύπτει η έρευνα του 2024, που διεξήγαγε το ECDC για τον μύκητα, η εξάπλωση του C. auris είναι ραγδαία.
Μεταξύ 2013 και 2023 είχαν αναφερθεί από χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ)/Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (ΕΟΧ) συνολικά 4.012 κρούσματα αποικισμού ή μόλυνσης από τον C. auris.
Οι πέντε χώρες με τον υψηλότερο αριθμό κρουσμάτων C. auris ήταν η Ισπανία, η Ελλάδα, η Ιταλία, η Ρουμανία και η Γερμανία.
Αναλυτικά τα κρούσματα:
– Ισπανία (συνολικά 1.807 κρούσματα)
– Ελλάδα (852 κρούσματα)
– Ιταλία (712 κρούσματα)
– Ρουμανία (404 κρούσματα)
– Γερμανία (120 κρούσματα)
Ραγδαία αύξηση
Ωστόσο, σύμφωνα με την έρευνα, από το 2020 και μετά, ο αριθμός των κρουσμάτων παρουσιάζει ραγδαία αύξηση, φτάνοντας το 2023 στα 1.346 κρούσματα σε 18 χώρες της ΕΕ.
Το ECDC προειδοποιεί μάλιστα ότι παρά τη ραγδαία αύξηση, ο αριθμός των καταγεγραμμένων κρουσμάτων αποτελεί μόνο την κορυφή του παγόβουνου, καθώς δεν υπάρχει συστηματική επιτήρηση σε πολλές χώρες.
Ενώ οι τρεις προηγούμενες έρευνες του ECDC για τον C. auris περιορίστηκαν σε χώρες των ΕΕ/ΕΟΧ, οι χώρες διεύρυνσης της ΕΕ, τα Δυτικά Βαλκάνια, και η Τουρκία, κλήθηκαν επίσης να συμμετάσχουν στην έρευνα C. auris του 2024. Η Τουρκία, το Κοσσυφοπέδιο και η Βοσνία-Ερζεγοβίνη ανέφεραν συνολικά 121 κρούσματα C. auris.
Η έρευνα του ECDC αποκαλύπτει ότι πρόσφατα ανέφεραν έξαρση των μεμονωμένων κρουσμάτων του C. auris τρεις χώρες (Κύπρος, Γαλλία και Γερμανία), ενώ τέσσερις χώρες (Ελλάδα, Ιταλία, Ρουμανία και Ισπανία) ανέφεραν ότι δεν είναι πλέον δυνατό να καταγράφουν μεμονωμένα κρούσματα λόγω της περιφερειακής ενδημικότητας.
Όπως αναφέρει η έρευνα, η περίοδος μεταξύ της καταγραφής του πρώτου κρούσματος στη χώρα μέχρι την περιφερειακή ενδημικότητα σύμφωνα με το σύστημα σταδιοποίησης του ECDC, ήταν μεταξύ πέντε και επτά ετών για την Ελλάδα, την Ιταλία και την Ισπανία, γεγονός που δείχνει πόσο γρήγορα μπορεί να εξαπλωθεί ο μύκητας C. auris μέσω των νοσοκομειακών δικτύων.
Ποια είναι η εικόνα στην Ελλάδα – Υψηλός ο κίνδυνος εξάπλωσης
Το πρώτο κρούσμα C. auris αναφέρθηκε στην Ελλάδα το 2019, ενώ αυξανόμενος αριθμός κρουσμάτων αναφέρθηκαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας COVID-19 και επιδημίες αναφέρθηκαν από διάφορα Νοσοκομεία.
Όταν κλιμάκιο του ECDC επισκέφθηκε την Ελλάδα τον Απρίλιο του 2024, ο μύκητας C. auris είχε εξαπλωθεί σε όλο το σύστημα υγειονομικής περίθαλψης, με εκατοντάδες κρούσματα να εντοπίζονται σε διάφορα Νοσοκομεία.
Μια μονάδα αποκατάστασης που επισκέφθηκε το ECDC είχε λάβει τόσο μεγάλο αριθμό ασθενών, που είχαν ήδη αποικιστεί ή είχαν μολυνθεί από τον C. auris από νοσοκομεία, που ήταν απαραίτητο να διατεθεί ένας ειδικός θάλαμος για τη φροντίδα τους.
Το ECDC τονίζει ότι η ταχεία εξάπλωση του C. auris προκαλεί σοβαρή ανησυχία και υποδεικνύει υψηλό κίνδυνο συνεχιζόμενης εξάπλωσης σε όλα τα ευρωπαϊκά συστήματα υγειονομικής περίθαλψης.
Κι αυτό γιατί με την αύξηση των κρουσμάτων του C. auris και την ευρεία γεωγραφική κατανομή του, ο βιώσιμος έλεγχος θα γίνει πιο δύσκολος.
Η έρευνα για τον C. auris του 2024 έδειξε επίσης ότι εξακολουθούν να υπάρχουν κενά στην ετοιμότητα των χωρών, ιδίως όσον αφορά τα εθνικά συστήματα επιτήρησης και τις οδηγίες για τα μέτρα πρόληψης και ελέγχου λοιμώξεων (IPC).
Η απομόνωση των ασθενών σε μονόκλινα δωμάτια, και η απολύμανση του εξοπλισμού, μπορούν να βοηθήσουν στον περιορισμό της εξάπλωσης. Το ECDC αναφέρει τη Δανία ως παράδειγμα των χωρών που έχουν περιορίσει τον μύκητα, αφού ήλεγξε μια έξαρση που παρουσιάστηκε, και έκτοτε δεν ανέφερε την καταγραφή νέων κρουσμάτων.
Ωστόσο, πολλές χώρες έχουν σημαντικά κενά στην αντίδρασή τους. Από τις 36 χώρες που συμμετείχαν στην έρευνα του ECDC, μόνο 17 διαθέτουν εθνικά συστήματα επιτήρησης για τον C. auris και μόνο 15 έχουν εκδώσει ειδικές οδηγίες πρόληψης λοιμώξεων.
Η «Ζούγκλα» μίλησε για το θέμα του μύκητα Candidozyma auris με τον Πρόεδρο του ΕΟΔΥ κ. Χριστάκη Χατζηχριστοδούλου, ο οποίος είναι και καθηγητής Υγιεινής και Επιδημιολογίας στο Τμήμα Ιατρικής, της Σχολής Επιστημών Υγείας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, καθώς και με τον Διευθυντή της Α’ Παθολογικής Κλινικής του Ιατρικού Κέντρου Αθηνών, κ. Σωτήρη Αδαμίδη.
Χ. Χατζηχριστοδούλου (Πρόεδρος ΕΟΔΥ): «Λαμβάνονται μέτρα»
Το πρόβλημα είναι γνωστό και για αυτό τον λόγο λαμβάνονται όλα τα απαραίτητα μέτρα, λέει στη «Ζούγκλα» ο Πρόεδρος του ΕΟΔΥ κ. Χριστάκης Χατζηχριστοδούλου, ο οποίος ωστόσο επισημαίνει ότι το τελευταίο χρονικό διάστημα παρατηρείται μία υποχώρηση των κρουσμάτων.
Σύμφωνα με τον Πρόεδρο του ΕΟΔΥ υπάρχουν τρία ενεργά προγράμματα για την αντιμετώπιση των λοιμώξεων στα Νοσοκομεία και συγκεκριμένα: το πρόγραμμα που υλοποιείται μέσω του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος, το πρόγραμμα Reversus και το ευρωπαϊκό πρόγραμμα RRF.
Επίσης ο κ. Χατζηχριστοδούλου υπογραμμίζει ότι έχουν προσληφθεί δεκάδες επαγγελματίες υγείας σε 50 Νοσοκομεία, ειδικά για τις λοιμώξεις, ενώ αναφέρει ότι η αντιμετώπιση του ζητήματος έχει ενταχθεί και στο Εθνικό Σχέδιο Δράσης μέχρι το 2030.
Τι επισημαίνει μιλώντας στη «Ζούγκλα» ο Διευθυντής της Α’ Παθολογικής Κλινικής του Ιατρικού Κέντρου Αθηνών, κ. Σωτήρης Αδαμίδης:
«Πρόκειται ουσιαστικά για ένα μύκητα, ο οποίος είναι γνωστός και από παλαιότερα, και ο οποίος εφόσον εποικήσει σε Μονάδες Εντατικής, είναι καταστροφικός, γιατί οδηγεί σε θάνατο.
Συνήθως όμως, αυτό είναι κάτι το οποίο εξαρτάται πάντα από την ανθεκτικότητα σε αντιβιοτικά, και δεν αποτελεί πολυανθεκτικό παράγοντα, τουλάχιστον προς το παρόν.
Οι γνώσεις που έχουμε πάνω σε αυτό, δείχνουν ότι θα μπορούσε κανείς να κάνει μία αποστείρωση σωστή και να μειωθούν τα κρούσματα.
Αφορά κυρίως ενδοσοκομειακές λοιμώξεις και σε αυτές τις περιπτώσεις η προσοχή μας πρέπει να είναι ακόμα μεγαλύτερη, ειδικά όταν πρόκειται για νοσηλευομένους σε Μονάδες Εντατικής.
Υπάρχουν θεραπείες, απλά πρέπει να τεθούν όσο γίνεται πιο έγκαιρα, και φυσικά να μην υπάρχει δυνατότητα πολλαπλασιασμού των μικροβίων αυτών, κάτι που έχει να κάνει με την υγιεινή των Νοσοκομείων και τα μέτρα που λαμβάνονται».
Πηγή: zougla.gr