Σε «στοχευμένη αποχή» προσανατολίζονται οι δικηγόροι

ΕΛΛΑΔΑ / Σάββατο 13 Σεπτεμβρίου 2025, 23:00 / Συν 1
Οι δικηγόροι ετοιμάζονται για αποχή σε όσες υποθέσεις εφαρμοστεί η διάταξη που απαγορεύει την πρόσβαση σε υλικό της δικογραφίας.
Στα χαρακώματα οι δικηγόροι, για την προωθούμενη ρύθμιση σε νομοσχέδιο του υπουργείου Δικαιοσύνης, που παραμονές της ανάκρισης στον Αρειο Πάγο, για Τριαντόπουλο και Καραμανλή για τα Τέμπη, απαγορεύει την πρόσβαση σε υλικό της δικογραφίας.
Με ανακοίνωση – κόλαφο η Ολομέλεια των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων της χώρας, εκφράζει την κατηγορηματική της αντίθεση στην προωθούμενη ρύθμιση και καλεί την κυβέρνηση και τον υπουργό Δικαιοσύνης να την αποσύρουν και να προβούν σε διάλογο με τους φορείς της Δικαιοσύνης.
Οπως αναφέρουν, εάν δεν αποσυρθεί η συγκεκριμένη διάταξη,θα προχωρήσουν σε στοχευμένη αποχή των δικηγόρων σε όσες υποθέσεις εφαρμοσθεί, τόσο κατά στάδιο της ποινικής προδικασίας όσο και στο στάδιο της επ’ ακροατηρίω διαδικασίας.
Είχε προηγηθεί στο διαδίκτυο προκλητική ανάρτηση του υπουργού Δικαιοσύνης Γιώργου Φλωρίδη, για την οποία οι δικηγόροι αναφέρουν ότι, «σε υψηλούς τόνους, μέμφεται τη διαχρονική θεσμική εκπροσώπηση του δικηγορικού σώματος και υπερασπίζεται το περιεχόμενο της διάταξης».
Μάλιστα με επιχειρήματα, τα οποία αναφέρουν στην ανακοίνωση τους, αντικρούουν τους ισχυρισμούς του κ. Φλωρίδη, ενω τόνιζουν ότι «φαλκιδεύει το δικαίωμα πρόσβασης των πολιτών σε δίκαιη δίκη και ναρκοθετεί βασικές αρχές του Κράτους Δικαίου».
Στην ανακοίνωση της η Ολομέλεια των δικηγορικών συλλόγων της χώρας αναφέρει:
“Η ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ ΕΙΝΑΙ ΚΑΤΗΓΟΡΗΜΑΤΙΚΑ ΑΝΤΙΘΕΤΗ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΣΤΟΛΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ ΠΛΗΡΟΥΣ ΠΡΟΣΒΑΣΗΣ ΤΟΥ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΥ ΣΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
H Ολομέλεια των Προέδρων Δικηγορικών Συλλόγων, κατά τη συνεδρίασή της στις 13.9.2025 στον Πύργο Ηλείας εξέδωσε την ακόλουθη ανακοίνωση.
Με έκπληξη λάβαμε γνώση για την αιφνίδια κυβερνητική πρωτοβουλία για την τροποποίηση του άρθρου 100 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας στην κατεύθυνση του περιορισμού της πρόσβασης των κατηγορουμένων σε στοιχεία της δικογραφίας.
Με ακόμη μεγαλύτερη έκπληξη αναγνώσαμε ανάρτηση στο διαδίκτυο του Υπουργού Δικαιοσύνης, με την οποία, σε υψηλούς τόνους, μέμφεται τη διαχρονική θεσμική εκπροσώπηση του δικηγορικού σώματος και υπερασπίζεται το περιεχόμενο της διάταξης που προωθεί προς ψήφιση για τη στέρηση της δυνατότητας πρόσβασης των κατηγορουμένων στο υλικό της δικογραφίας.
Για την αποκατάσταση της νομικής πραγματικότητας οφείλουμε να αναφέρουμε τα εξής:
Α. Σε ό,τι αφορά το νομοθετικό προηγούμενο του 2014
Οι διατάξεις του άρθρου 12 ν. 4236/2014, που ενσωματώθηκαν στο άρθρο 101 του παλαιού ΚΠΔ, κατά την πενταετία που ίσχυσαν (έως το 2019) ουδέποτε εφαρμόστηκαν από τα δικαστήρια.
Το δικηγορικό σώμα ήταν και είναι (και τότε και σήμερα) σταθερά αντίθετο σε οποιαδήποτε απόπειρα φαλκίδευσης των υπερασπιστικών δικαιωμάτων. Σαφές είναι ότι κάθε περιορισμός της πρόσβασης του κατηγορουμένου στο υλικό της δικογραφίας υπονομεύει το δικαίωμα υπεράσπισης και συνιστά υποχώρηση του νομικού μας πολιτισμού και του Κράτους Δικαίου.
Το 2019 η άνω διάταξη μετά από έντονες παρεμβάσεις και των δικηγορικών Συλλόγων καταργήθηκε με τον νέο ΚΠΔ (ν.4620/19) με ομόφωνη εισήγηση της Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής, στην οποία συμμετείχαν επιφανείς εκπρόσωποι του δικηγορικού και του δικαστικού σώματος και της ακαδημαϊκής κοινότητας.
Η απάλειψη της διάταξης στον νέο ΚΠΔ αποτέλεσε δικαίωση των διαχρονικών μας θέσεων.
Η καταργηθείσα διάταξη ΟΥΔΕΠΟΤΕ ΕΠΑΝΗΛΘΕ ΣΕ ΙΣΧΥ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΛΛΑΓΗ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΣΤΙΣ ΑΠΑΝΩΤΕΣ (14 στον αριθμό) ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΤΟΥ Ν. 4620/19
Απορίας άξιον, λοιπόν, τυγχάνει γιατί εάν , η νέα νομοθέτηση ήταν επιβεβλημένη για τη χώρα -όπως διατείνεται ο Υπουργός- το Υπουργείο Δικαιοσύνης αδράνησε επί έξι χρόνια και προωθεί σήμερα εσπευσμένα τη σχετική τροποποίηση.
Περαιτέρω, εύλογα γεννώνται απορίες, σχετικά με τις σκοπιμότητες της νομοθετικής πρωτοβουλίας και από την εσπευσμένη προώθηση της συγκεκριμένης διάταξης προς ψήφιση χωρίς κανένα προηγούμενο διάλογο (ούτε καν ενημέρωση) με τους θεσμικούς φορείς της Δικαιοσύνης, λειτουργούς και συλλειτουργούς, την πανεπιστημιακή κοινότητα, τους επιστημονικούς φορείς του ποινικού δικαίου.
Β. Σε ό,τι αφορά την ευρωπαϊκή Οδηγία
1. Κατ’ αρχάς, η χώρα μας δεν ήταν ούτε είναι υποχρεωμένη να υιοθετήσει την ανάλογη εξαίρεση που απαντά στην Οδηγία (ΕΕ) 2012/13. Η Οδηγία θέτει τα ελάχιστα κοινά πρότυπα προστασίας, αφήνοντας στα κράτη μέλη την δυνατότητα να διατηρήσουν τα τυχόν υψηλότερα πρότυπα προστασίας, όπως σαφώς ορίζεται στο άρθρο 10 αυτής. («Καμία διάταξη της παρούσας οδηγίας δεν επιτρέπεται να εκληφθεί ότι περιστέλλει ή αποκλίνει από τα δικαιώματα ή τις δικονομικές εγγυήσεις που κατοχυρώνονται από […] ή το δίκαιο οποιουδήποτε κράτους μέλους που παρέχει υψηλότερο βαθμό προστασίας»).
Γι’ αυτό και στο Προοίμιο της Οδηγίας διαλαμβάνεται ότι η μη πλήρης πρόσβαση στο υλικό της δικογραφίας «μπορεί» να επιτραπεί «σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο», όμως υπό προϋποθέσεις. Δηλ. ουσιαστικά θέτει τους όρους της εξαίρεσης από τον κανόνα της πλήρους πρόσβασης, εφόσον κάτι τέτοιο προβλέπεται ήδη στο εθνικό δίκαιο, με την πρόσθετη επισήμανση ότι η εν λόγω εξαίρεση «πρέπει να σταθμισθεί έναντι των δικαιωμάτων υπεράσπισης του υπόπτου ή κατηγορουμένου», οι δε σχετικοί «περιορισμοί [στο δικαίωμα πλήρους πρόσβασης στη δικογραφία] θα πρέπει να ερμηνεύονται στενά» (σκ. 32).
Σε κάθε δε περίπτωση, από το γράμμα της οδηγίας προκύπτει ότι ο περιορισμός του ανωτέρω δικαιώματος δεν μπορεί να ισχύει σε περιπτώσεις σύλληψης ή κράτησης του κατηγορουμένου.
2. Είναι ανακριβές ότι σε όλα τα κράτη υπάρχει ανάλογη ρύθμιση. Για παράδειγμα στη Γερμανία (άρθρο 147 γερμΚΠΔ), η μη πλήρης πρόσβαση στη δικογραφία περιορίζεται μόνον για λόγους που συνδέονται με το να μη τεθεί σε κίνδυνο η έρευνα κι εφόσον αυτή δεν έχει ολοκληρωθεί από τον αρμόδιο εισαγγελέα. Ο περιορισμός αυτός δεν ισχύει πάντως στις περιπτώσεις σύλληψης και κράτησης.
Γ. Σε ό,τι αφορά τη νομολογία του ΕΔΔΑ
Η επίκληση των αποφάσεων του ΕΔΔΑ από τον Υπουργό είναι ατυχής.
Αν κάποια /ος μελετήσει προσεκτικότερα το περιεχόμενό τους, θα διαπιστώσει τα εξής:
1) Η απόφαση Al Khawaja-Taherry vs UK αφορούσε την απόκρυψη του ονόματος του μάρτυρα. Έκρινε ότι είναι επιτρεπτή μόνον όταν υπάρχει βάσιμος λόγος, ο οποίος τεκμηριώνεται και μπορεί να αποδοθεί στον κατηγορούμενο. Ως βάσιμος λόγος νοείται αντικειμενικός λόγος φόβου ζωής, σωματικής βλάβης ή απώλειας περιουσίας που τεκμηριώνεται με αποδείξεις.
Αν όμως η καταδίκη βασίζεται αποκλειστικά ή σε αποφασιστικό βαθμό σε μάρτυρες που ο κατηγορούμενος δεν μπορούσε να εξετάσει τότε υπάρχει παραβίαση της ΕΣΔΑ.
2) Στην Berardi vs San Marino ο αποκλεισμός ήταν προσωρινός και τα αποκρυβέντα στοιχεία δεν ήταν μέρος της δικογραφίας ούτε χρησιμοποιήθηκαν κατά των κατηγορουμένων (σκεψη 70)
3) Στη Van Mechelen κατά Ολλανδίας επρόκειτο για ανωνυμία του αστυνομικού που έδρασε κεκαλυμμένα, ο οποίος ωστόσο εξετάστηκε από ξεχωριστό δωμάτιο, δηλαδή εξετάσθηκε πλήρως, απλώς έμεινε ανώνυμος (σκέψη 59). Άρα κατά την κρίση της δεν στερήθηκε κάποιο δικαίωμα ο κατηγορούμενος εκ του ότι δεν γνώριζε απλώς το όνομα του αστυνομικού.
4) Στη Van Wesenbeck κατά Βελγίου, ομοίως το παράπονο του κατηγορουμένου ήταν ότι του απαγορεύτηκε να έχει face to face meeting με undercover agents και όχι πρόσβαση σε “υλικό δικογραφίας”!
5) Στη Rowe Davis vs UK κρίθηκε ότι όλες οι δυσχέρειες που τίθενται στην υπεράσπιση πρέπει να αντισταθμίζονται επαρκώς από τις επακολουθούσες διαδικασίες εκ μέρους των δικαστικών αρχών. Ωστόσο όταν αποδεικτικά στοιχεία αποκλείονται από τον κατηγορούμενο για λόγους δημοσίου συμφέροντος, το ΕΔΔΑ δεν δικαιούται να αποφασίσει αν αυτή η μη αποκάλυψη ήταν απολύτως αναγκαία διότι αυτό ανήκει στην δικαιοδοσία των εθνικών δικαστηρίων (σκέψη 62).
6) Η απόφαση Paci κατά Βελγίου αφορά διαφορετικό πραγματικό. Η αιτίαση στην υπόθεση αυτή αφορούσε την παραβίαση της αρχής της ισότητας των όπλων σε υπόθεση που καταδικάστηκε ο προσφεύγων ( εμπορία όπλων) και το δικαστήριο έλαβε υπόψη του στοιχεία από άλλη εκκρεμή υπόθεση, τα οποία αυτός δεν γνώριζε.
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι, παρόλο που ο κ. Paci ήταν πράγματι ύποπτος στην (άλλη) υπόθεση των «κλεμμένων αυτοκινήτων», δεν του είχαν απαγγελθεί ακόμη κατηγορίες, γεγονός που εμπόδιζε την πρόσβαση στον αντίστοιχο φάκελο της υπόθεσης.»… «Επιπλέον, ο κ. Paci είχε πρόσβαση σε ολόκληρο τον φάκελο της υπόθεσης «εμπορίας όπλων», συμπεριλαμβανομένων πλήρων αντιγράφων των αιτιολογημένων διαταγών και των εγγράφων που σχετίζονται με την εκτέλεση των τηλεφωνικών παρακολουθήσεων, και είχε την ελευθερία να αμφισβητήσει τα αποδεικτικά στοιχεία από την υπόθεση των «κλεμμένων αυτοκινήτων», τα οποία βρίσκονταν επίσης στον φάκελο της «εμπορίας όπλων»
Τέλος, ο κ. Paci δεν είχε καταδικαστεί αποκλειστικά με βάση τα στοιχεία της τηλεφωνικής παρακολούθησης και υπήρχαν άλλα πραγματικά στοιχεία εναντίον του. Κατά συνέπεια, η καταδίκη του κ. Paci δεν βασίστηκε σε στοιχεία για τα οποία δεν μπόρεσε ή δεν μπόρεσε επαρκώς να ασκήσει τα δικαιώματα υπεράσπισης.
Δ. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΑ
Είναι προφανές από όλα τα ανωτέρω ότι ούτε υποχρέωση έναντι της Οδηγίας υπάρχει , ούτε η διάταξη ως εισάγεται με τη γενικότητα της συνάδει με τη νομολογία του ΕΔΔΑ, την οποία επικαλείται ο Υπουργός.
Τουναντίον, φαλκιδεύει το δικαίωμα πρόσβασης των πολιτών σε δίκαιη δίκη και ναρκοθετεί βασικές αρχές του Κράτους Δικαίου σε σχέση με τα δικαιώματα του κατηγορουμένου, όπως απορρέουν απο το άρθρο 20 παρ 1 του Σ και 6 παρ.1 της ΕΣΔΑ.
Η Ολομέλεια για μία ακόμη φορά εκφράζει την κατηγορηματική αντίθεσή της στην προωθούμενη τροποποίηση του άρθρου 100 του Κώδικα Ποινικής Δικαιοσύνης που περιστέλλει ουσιωδώς τα δικαιώματα του κατηγορουμένου και το δικαίωμα σε δικαστική προστασία και δίκαιη δίκη.
Καλούμε, έστω την ύστατη στιγμή, την Κυβέρνηση και τον Υπουργό Δικαιοσύνης να αφουγκραστούν τη φωνή της νομικής κοινότητας, να αποσύρουν τη νέα ρύθμιση και να προβούν άμεσα σε διάλογο με τους φορείς της Δικαιοσύνης για το ζήτημα αυτό.
Σε αντίθετη περίπτωση, η Ολομέλεια εξουσιοδότησε τη Συντονιστική Επιτροπή να εισηγηθεί στους Δικηγορικούς Συλλόγους της χώρας τη στοχευμένη αποχή των δικηγόρων σε όσες υποθέσεις εφαρμοσθεί η συγκεκριμένη διάταξη, τόσο κατά στάδιο της ποινικής προδικασίας όσο και στο στάδιο της επ’ ακροατηρίω διαδικασίας”.
Στην ανάρτηση του ο κ. Φλωρίδης ανέφερε: «Πολλά έχουν δει τα μάτια μου, μ’ αυτό μου φέρνει τρόμο»!
Αυτή είναι μεταξύ των άλλων, η ανάρτηση του Προέδρου του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, την οποία επαναλαμβάνουν ενθέρμως και διάφοροι ποινικολογούντες και μη Δικηγόροι, ιδιαιτέρως οι προερχόμενοι από το ΠΑΣΟΚ, αναφερόμενοι στο άρθρο 18 του σχεδίου νόμου του Υπουργείου Δικαιοσύνης που συζητείται στην αρμόδια Επιτροπή της Βουλής, σχετικά με το δικαίωμα προσβασης στο υλικό της δικογραφίας.
Έχει ενδιαφέρον να το δούμε:
To 2014, η κυβέρνηση Ν.Δ-ΠΑΣΟΚ, με Πρωθυπουργό τον κ. Σαμαρά και Αντιπρόεδρο τον κ. Βενιζέλο, έφερε στη Βουλή προς ψήφιση την ενσωμάτωση της με αριθμό 2012/13/ΕΕ, Ευρωπαϊκής Οδηγίας. Τα άρθρα 7 και 8 της Ευρωπαϊκής Οδηγίας, προέβλεπαν τις προϋποθέσεις πρόσβασης στη δικογραφία, ορίζοντας τα εξής:
«Εφόσον δεν θίγεται το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη, οι αρμόδιες αρχές, κατά την ανάκριση, προανάκριση ή προκαταρκτική εξέταση, δεν επιτρέπουν την πρόσβαση σε τμήμα του υλικού, αν αυτή ενδέχεται να θέσει σε σοβαρό κίνδυνο τη ζωή ή τα θεμελιώδη δικαιώματα άλλου προσώπου ή αν τέτοια άρνηση είναι απολύτως απαραίτηση για την προστασία σημαντικού δημοσίου συμφέροντος, όπως στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η πρόσβαση θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο τη διεξαγωγή έρευνας ή να βλάψει σοβαρά την εθνική ασφάλεια.
Για την παροχή πληροφοριών στον κατηγορούμενο σύμφωνα με τα παραπάνω, συντάσσεται έκθεση ή γίνεται ειδική μνεία στην έκθεση που συντάσσεται αρμοδίως.
Ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του έχει το δικαίωμα να υποβάλλει αντιρρήσεις κατά της ενδεχόμενης παράλειψης ή άρνησης της αρμόδιας αρχής να παράσχει τις κατά τα ανωτέρω πληφορίες».
Αυτές οι διατάξεις, ενσωματώθηκαν στο άρθρο 101 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, με το άρθρο 12 του νόμου 4236 του 2014, όπως είχε υποχρέωση η χώρα μας.
Στην νομοπαρασκευαστική επιτροπή, που προετοίμασε την ενσωμάτωση της Ευρωπαϊκής Οδηγίας, συμμετείχε και Δικηγόρος ως εκπρόσωπος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών.
Η διάταξη αυτή ίσχυσε στο Ποινικό μας Δίκαιο επί πέντε (5) χρόνια, δηλαδή από το 2014 μέχρι το 2019, οπότε και καταργήθηκε σιωπηρά από τον ΣΥΡΙΖΑ με τον Ποινικό Κώδικα που έφερε εσπευσμένα πριν κλείσει η Βουλή το 2019, κατά παράβαση της υποχρέωσής μας προς την Ευρωπαϊκή Ένωση και το κοινό Ευρωπαϊκό Δίκαιο.
Το πρώτο ερώτημα προς αυτούς που σήμερα δηλώνουν ότι «αισθάνονται τρόμο», είναι πώς έζησαν με αυτόν τον τρόμο επί πέντε χρόνια χωρίς να πουν μία λέξη; (!) Ίσως από τον τρόμο τούς είχε κοπεί η λαλιά, πράγμα που δεν πιστεύω.
Αυτή λοιπόν η διάταξη, η οποία ισχύει με την ενσωμάτωση της Ευρωπαϊκής Οδηγίας στην Γαλλία, την Γερμανία, την Ιταλία, την Ολλανδία, το Βέλγιο, την Ισπανία κλπ, επαναφέρεται αυτούσια, ως έχει υποχρέωση η χώρα μας, με τη διάταξη του άρθρου 18 του νομοσχεδίου που συζητείται στη Βουλή, με πρόσθετες εγγυήσεις προς τους διαδίκους, όπως η δυνατότητα προσφυγής των ενδιαφερομένων προς το Δικαστικό Συμβούλιο, που δεν υπήρχαν στην προϊσχύσασα επί πέντε (5) χρόνια διάταξη του 2014 και η οποία ΔΕΝ «προκαλούσε τρόμο».
Επαναλαμβάνω, μήπως και σταματήσουν κάποιοι να εκτίθενται, ότι η διάταξη αυτή που ψηφίστηκε το 2014, νομοθετήθηκε από την Κυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ και προφανώς υπερψηφίστηκε από τους Βουλευτές του ΠΑΣΟΚ.
Όσον αφορά διάφορους που ξιφουλκούν για τον δήθεν απαράδεκτο περιορισμό ανθρώπινων και ατομικών δικαιωμάτων, θέλω να υπενθυμίσω ότι το Ανώτατο Δικαστήριο στον κόσμο για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, είναι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), το οποίο με διαδοχικές αποφάσεις του:
το 1997 στην υπόθεση Van Mechelen κατά Ολλανδίας,
το 2.000 στην υπόθεση Rowe & Davis κατά Μ. Βρετανίας,
το 2017 στην υπόθεση Van Wesenbeeck κατά Βελγίου,
το 2017 στην υπόθεση Matakovic κατά Κροατίας,
το 2017 στην υπόθεση Berardi κατά Σαν Μαρίνο και
το 2018 στην υπόθεση Paci κατά Βελγίου),
ότι:
«Το δικαίωμα στην αποκάλυψη σχετικών αποδεικτικών στοιχείων ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΠΟΛΥΤΟ. Στις ποινικές διαδικασίες μπορεί να υπάρχουν αντικρουόμενα συμφέροντα, όπως είναι η εθνική ασφάλεια, ανάγκη προστασίας μαρτύρων που διατρέχουν κίνδυνο αντιποίνων και γι’ αυτό σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να είναι αναγκαίο να αποκρύπτονται στοιχεία, προκειμένου να διαφυλαχθούν τα θεμελιώδη δικαιώματα τρίτων».
Ελπίζω, με την ανάγνωση των αποφάσεων αυτών του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίων Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, να υποχωρήσει, έστω λίγο, ο «τρόμος» των οψίμως ανησυχούντων προστατών των ανθρωπίων δικαιωμάτων, οι οποίοι εσιώπησαν επί μία πενταετία (2014-2019) όταν ίσχυε η συζητούμενη σήμερα στη Βουλή διάταξη, η οποία επαναλαμβάνω, επανέρχεται ως συμμόρφωση της χώρας μας προς το Ευρωπαϊκό Δίκαιο, με περισσότερες εγγυήσεις για τους διαδίκους, που δεν υπήρχαν στην προϊσχύσασα, όπως ακριβώς ορίζουν και οι αποφάσεις του Ε.Δ.Δ.Α”.
Πηγή: ieidiseis.gr